Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη [παράλληλο κείμενο Κ. Παλαμά "Ο Τάφος"]




Ο Τάφος

Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
διψώντας τὰ φιλιά μας,
ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστο γλιστρᾶς
μέσα στὴν ἀγκαλιά μας.

Ὡς κ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ
μ᾿ αἰφνήδια καλοσύνη
κ᾿ ἥσυχη καὶ σιγαλὴ
σὲ δέχτηκε κ᾿ ἐκείνη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ 
σὲ χάιδευεν ὁ ἀέρας,
τῆς νυχτὸς ἠλιόφεγγο
κι ὀνείρεμα τῆς μέρας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
μᾶς γέμιζες τὸ σπίτι,
γλύκα τοῦ κεχριμπαριοῦ
καὶ χάρη τοῦ μαγνήτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
ζοῦσε ἀπὸ σὲ τὸ σπίτι,
ὀμορφιὰ τ᾿ αὐγερινοῦ
καὶ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
φεγγάρια, ὢ στόμα, ὢ μάτι, 
μίαν αὐγούλα σβήσατε
στὸ φονικὸ κρεββάτι.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας,
γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
ὢ λόγε, ὢ στίχε, ὢ ρίμα,
σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα 
στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα!

...[συνεχίζεται]...


Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο 
τοῦ Χάρου δὲ σὲ δίνω.
Στάσου μὲ τ᾿ ἀνθόνερο 
τὴν ὄψη σου νὰ πλύνω.

Τὸ χρυσὸ τὸ χτένισμα 
μὲ τὰ χρυσὰ τὰ χτένια,
πάρτε ἀπ᾿ τὴ μανούλα σας 
μαλλάκια μεταξένια.

Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα 
καθὼς θὰ σὲ κυττάξει,
τοῦ φανεῖς ἀχάϊδευτο 
καὶ σὲ παραπετάξει!

Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει 
ὁ μαῦρος καβαλλάρης,
κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του, 
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.

Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς 
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς, 
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!

Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα 
κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...
βάλε τὰ σημάδια σου 
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις,

κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο, 
μικρὸ σὰ χελιδόνι,
κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν 
παλικαριοῦ στὴ ζώνη,

κύτταξε καὶ γέλασε 
τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο,
γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ 
καὶ πέταξ᾿ ἐδῶ πάνω,

καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο 
γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα 
καὶ γλυκοφίλησέ μας!