Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Εννοιολογική χαρτογράφηση "O επιστάτης των εθνικών οικοδομών επί I. Καποδίστρια" και "ο κακός μαθητής"


Ο Αλ. Σούτσος διακωμωδεί τον ανθρώπινο τύπο του επιστάτη την εποχή του κυβερνήτη Καποδίστρια και ο Α. Λασκαράτος τον τύπο του κακού μαθητή.

Να σκιαγραφήσετε το χαρακτήρα ενός από τους δυο αξιοποιώντας ένα λογισμικό εννοιολογικής χαρτογράφησης, όπως το ηλεκτρονικά διαθέσιμο δωρεάν http://www.spiderscribe.net/.

Δείτε εδώ.

Περισσότερες οδηγίες στο βίντεο.

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Αφίσα ποιήματος "Θούριος" ή "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι"

"Θούριος" ή "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι";

Παρουσιάστε το ποίημα της αρεσκείας σας με ένα πολυμεσικό φυλλάδιο - μια αφίσα.
Αξιοποιήστε περιεχόμενο, εικόνες, βίντεο, ώστε να πετύχετε τον ενημερωτικό σας στόχο.
Μην αντιγράψετε το αρχικό πρωτότυπο ποίημα

Θα σας βοηθήσει το https://www.smore.com/
Κάντε δωρεάν εγγραφή.
Για περισσότερα δείτε προσεχτικά το ακόλουθο βίντεο.



Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Εννοιολογική χαρτογράφηση "Η ζωή στη Σύμη"


Η Ε. Φακίνου παρουσιάζει τη ζωή στο νησί της Σύμης, όπως την αναπολεί η πρωταγωνίστρια, η Αστραδενή.

Να καταγράψετε τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τη ζωή στο νησί από τη ζωή στην πρωτεύουσα σε έναν εννοιολογικό χάρτη, αξιοποιώντας διδακτικά το ηλεκτρονικά διαθέσιμο λογισμικό http://www.spiderscribe.net/.

Δείτε ένα παράδειγμα εδώ.

Περισσότερες οδηγίες στο βίντεο.

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Αφίσα διηγήματος "Ο παππούς και το εγγονάκι"


"Ο παππούς και το εγγονάκι"

Παρουσιάστε τους χαρακτήρες του διηγήματος σε μια αφίσα.
Αξιοποιήστε περιεχόμενο, εικόνες, βίντεο, ώστε να πετύχετε τον διδακτικό σας στόχο.
Μην αντιγράψετε το αρχικό πρωτότυπο κείμενο.

Θα σας βοηθήσει το https://www.smore.com/
Κάντε δωρεάν εγγραφή.
Για περισσότερα δείτε προσεχτικά το ακόλουθο βίντεο.



Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Λέων Νικολάγεβιτς Τολστόι



Γεννήθηκε στις 9-9-1828.





Κορυφαίος Ρώσος μυθιστοριογράφος και ηθικός στοχαστής, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της (ρεαλιστικής) λογοτεχνίας σε παγκόσμια κλίμακα.
Πασίγνωστα έργα τα "Πόλεμος και Ειρήνη" και "Άννα Καρένινα".

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Ελύτης - Ελλάδα - Ευρώπη





Οδυσσέας Ελύτης [υλικό]

Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί [παράλληλο κείμενο]


Παράλληλο κείμενο

Γιάννη Ρίτσου "Ρωμιοσύνη"

I

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.

Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.

Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.

Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.

Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.


Οδυσσέας Ελύτης, Μίκης Θεοδωράκης, Το Άξιον Εστί

Τα αποσπάσματα από το σχολικό βιβλίο





Ολόκληρο



Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Γιώργος Σεφέρης, Με τον τρόπο του Γ.Σ. [Παράλληλο κείμενο]


Παράλληλο Κείμενο

Μανόλη Αναγνωστάκη  Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.

Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ὁ Στόχος (1970). 
Πρωτοδημοσιεύτηκε στὰ Δεκαοχτὼ Κείμενα, 
ποὺ ἡ ἔκδοσή τους ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πράξη ὁμαδικῆς δημόσιας ἀντίστασης 
τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων κατὰ τῆς δικτατορίας. 
Εἶναι ποίημα πολιτικό 
καὶ ἀπηχεῖ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ κατάσταση 
ἀπὸ τὴ μετακατοχικὴ περίοδο καὶ τὴ στρατιωτικὴ δικτατορία.


Στὴν ὁδὸ Αἰγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα ὑψώνεται τὸ μέγαρο τῆς Τράπεζας Συναλλαγῶν
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως.
Καὶ τὰ παιδάκια δὲν μποροῦνε πιὰ νὰ παίξουνε ἀπὸ
τὰ τόσα τροχοφόρα ποὺ περνοῦνε.
Ἄλλωστε τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, ὁ καιρὸς ἐκεῖνος πέρασε ποὺ ξέρατε
Τώρα πιὰ δὲ γελοῦν, δὲν ψιθυρίζουν μυστικά, δὲν ἐμπιστεύονται,
Ὅσα ἐπιζήσαν, ἐννοεῖται, γιατὶ ᾔρθανε βαριὲς ἀρρώστιες ἀπὸ τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιῶτες,
Θυμοῦνται τὰ λόγια τοῦ πατέρα: ἐσὺ θὰ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ἂν δὲν τὶς γνώρισαν, λένε τὸ μάθημα
οἱ ἴδιοι στὰ παιδιά τους
Ἐλπίζοντας πάντοτε πὼς κάποτε θὰ σταματήσει ἡ ἁλυσίδα
Ἴσως στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους ἣ στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν
τῶν παιδιῶν τους.
Πρὸς τὸ παρόν, στὸν παλιὸ δρόμο ποὺ λέγαμε, ὑψώνεται
ἡ Τράπεζα Συναλλαγῶν
- ἐγὼ συναλλάσσομαι, ἐσὺ συναλλάσσεσαι, αὐτὸς συναλλάσσεται-
Τουριστικὰ γραφεῖα καὶ πρακτορεῖα μεταναστεύσεως
-ἐμεῖς μεταναστεύουμε, ἐσεῖς μεταναστεύετε, αὐτοὶ μεταναστεύουν-
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει, ἔλεγε κι ὁ Ποιητὴς
Ἡ Ἑλλάδα μὲ τὰ ὡραῖα νησιά, τὰ ὡραῖα γραφεῖα,
τὶς ὡραῖες ἐκκλησιὲς
Ἡ Ἑλλὰς τῶν Ἑλλήνων.


Γιώργος Σεφέρης, Με τον τρόπο του Γ.Σ.



Στα γαλλικά!

Γιώργος Σεφέρης [Βίος και έργο]

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Στράτης Μυριβήλης

Στράτης Μυριβήλης, Τα ζα [παράλληλα κείμενα]


1. ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ "Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου"


2. ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ "Του πολέμου - Στο άλογό μου" [Άγρα]


Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας. Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε. Το ίδιο μου κάνει.

Νύχτωνε. Από τα χαράματα περπατούσα κάτω από τη βροχή. Ούτε στιγμή δεν είχα βρει έν' απάγκιο. Ούτε κάτι να φάω. Μασούσα πού και πού κανένα φυλλαράκι ελιάς. Μέσα σε μιαν αδειανή ιταλική χειροβομβίδα από 'κείνες που ανοίγαμε με μια φουρκέτα -πού βρίσκαμε τέτοιο είδος;- κάνοντές τες ταμπακέρες, φύλαγα μερικά τσιγάρα μα δεν είχα σπίρτα. Δεν συναντούσα ψυχή. Τα περισσότερα μουλάρια της μονάδας μου είχαν χωθεί ίσαμε το κεφάλι στη λάσπη μιας κατηφοριάς. Τα πιο άξια είχανε φθάσει σ' ένα μοναστήρι ερειπωμένο πέρ' από το Δέλβινο και ξεκουράζονταν. Δεν ήξερα πού πήγαινα. Πόσο θα βαστούσα. Αν γλιστρούσα κι έπεφτα δεν θα ξανασηκωνόμουνα. Το ίδιο και το μουλάρι. Οι κατεβασιές από τους χειμάρρους όλο και θέριευαν. Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό - στη στεριά είναι κάτι που 'χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό, μέσα στη λάσπη. Ξαφνικά κουτρήσαμε και οι δυο πάνω σε κάτι που θα 'πρεπε να 'ταν τοίχος. Το χαλινάρι ξέφυγε από τα χέρια μου. Το μουλάρι, ελεύθερο, γύρισε δεξιά και πήγε σύρριζα. Ακολουθούσα ακουμπώντας το χέρι μου στα λιθάρια ενός τοίχου που δεν ήταν χτισμένος -μιας ξερολιθιάς- ώσπου είδα το ζώο να δρασκελάει το κάτω μέρος μιας ξύλινης πόρτας και να γονατίζει στη μέση μιας αυλής έτσι, καθώς ήταν φορτωμένο. Μια μυρωδιά κοπριάς και άχυρου είχε πιλοτάρει προς τα 'κεί το μουλάρι. Στάθηκα προσπαθώντας να ξεχωρίσω γύρω μου. Είδα ένα χαμηλό σκοτεινό σπίτι στο βάθος. Προχώρησα, βρήκα την πόρτα και χτύπησα. Ξαναχτύπησα, τίποτα. Ξαρματώθηκα και τον γκρα και χτύπησα κάνα - δυο δυνατές με τον υποκόπανο. Άκουσα μια βαριά φωνή από μέσα:

- Τι ζητάς τέτοιαν ώρα; Άμε καλιά σου.

- Ένα χέρι θέλω. Το μουλάρι μου έπεσε στην αυλή σου φορτωμένο και δεν σηκώνεται.

- Ξεφόρτωσέ το, βγάλε το σαμάρι και ίσιωσέ το...

- Δεν θα τα καταφέρω.

- Καθάρισε μονάχος σου, είμαι άρρωστος.

- Θα καθήσω σε τούτο το σκεπαστό και θα περιμένω να σταματήσει το νερό.

Δεν αποκρίθηκε. Κάθησα σ' ένα πέτρινο πεζούλι. Η βροχή δυνάμωνε. Έπιασε να φυσάει.

"Να 'χα τη νιτσεράδα μου, τη νορβηγέζικη, τα λαστιχένια ποδήματα... Τώρα τι γίνεται;".

Άκουσα την πόρτα να τρίζει. Μισάνοιξε. Ένα φως αχαμνό πέρασε τη χαραμάδα. Ένας άντρας κοντός κρατούσε την πόρτα.

- Πόσες ώρες περπατάς;

- Από τα χαράματα.

- Τώρα είναι εφτά.

- Δεν με νοιάζει. Λίγο νερό θέλω.

- Άνοιξε το στόμα σου και κοίτα ψηλά. Αν στύψεις τα ρούχα σου, θα γιομίσεις δέκα παγούρια.

- Τότε βοήθησέ με να σενιάρω το μουλάρι και φεύγω.

- Για πού πας;

- Για το Δέλβινο.

- Έχεις χάσει το δρόμο. Έχεις κάμει το μπρος - πίσω.

Βγήκες έξω. Ήταν πολύ γέρος, με μεγάλα μουστάκια. Φαινόταν Τόσκος. Μιλούσε καλά τα ελληνικά. Πήγε στο μουλάρι και του λασκάρισε τις τριχιές. Τα δυο κιβώτια πέσαν μαλακά, δεξιά κι αριστερά στις πλάκες, το ζώο σηκώθηκε κι άρχισε να τρέμει. Το χάιδεψε στο κούτελο κι έπειτα στα πλευρά.

- Είναι μακριά η θάλασσα; ρώτησα.

- Αυτή σου 'λειπε, είπε, μαλακώνοντας τη φωνή του. Τέτοιαν ώρα τέτοια λόγια...



Στο άλογό μου

Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δεν θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μια άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα "θυμάσαι" δεν θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δεν μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα και οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο Θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δεν συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δεν σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει 'κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν' αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δεν φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από τον θάνατο. Μα φαντάζομαι...

Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.

Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...

Κούδεσι, Μάρτης 1941


Παντελής Καλιότσος, Πασχαλινή ιστορία

Ντίνος Δημόπουλος, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού



και η ταινία

Ντίνος Δημόπουλος, Ο Σαρλό και το αθάνατο νερό

Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φυματίωσης


Η 24η Μαρτίου έχει καθιερωθεί από τη Διεθνή Ένωση κατά της Φυματίωσης και την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φυματίωσης, σε ανάμνηση της ανακάλυψης του μικροβίου που προκαλεί την αρρώστια, του βακίλου της Φυματίωσης, από τον Γερμανό γιατρό Ρόμπερτ Κοχ στις 24 Μαρτίου του 1882.

Την εποχή του Κοχ η αρρώστια, που προσβάλλει κυρίως τους πνεύμονες, κυριολεκτικά θέριζε τους ανθρώπους στην Ευρώπη και την Αμερική, προκαλώντας ένα θάνατο ανά επτά ανθρώπους. 
Η ανακάλυψη του  γιατρού άνοιξε δρόμους στη διάγνωση, τη θεραπεία και την εν δυνάμει εξαφάνισή της.

3-4 εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από φυματίωση, εκ των οποίων τα 500.000 παιδιά, γεγονός που την κατατάσσει ως την πιο θανατηφόρα μεταδοτική ασθένεια.


απόσπασμα

περισσότερα στο ακόλουθο άρθρο

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τέχνη του αγιογράφου [Παράλληλα κείμενα]


Να συγκρίνετε τη σχέση του πατέρα με το γιο του, όπως αποδίδεται στο διήγημα του Θεοτόκη και σε κάθε ένα από τα ακόλουθα διηγήματα, ελέγχοντας την επίδραση που ασκεί ο πρώτος στο δεύτερο όσον αφορά την επιλογή του επαγγέλματος που πρόκειται να ακολουθήσει.

Ανδρέα Καρκαβίτσα, Η Θάλασσα

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Όνειρο στο κύμα

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τέχνη του αγιογράφου [υλικό]















το απόσπασμα

βίντεο για την Κρητική σχολή αγιογραφίας [1], [2], [3].

Κωνσταντίνος Θεοτόκης [εργογραφία]

Πηνελόπη Δέλτα, Πρώτες ενθυμήσεις [παράλληλο κείμενο Ζωρζ Σαρή "Τα Χέγια"]



Ζωρζ Σαρή, Τα Χέγια (απόσπασμα)

[…Όταν πρωτοπήγε σχολείο, τα παιδιά γύρω της µιλούσαν για τη µάνα τους. Η µάνα κυρίαρχη στις παιδιάστικες κουβέντες: «η µάνα µού αγόρασε ποδιά…», «η µάνα µ’ έδειρε…», «η µάνα µου είπε…». Σώπαινε. Ένιωθε ένοχη, λες κι έφταιγε εκείνη που µάνα δεν υπήρχε στο σπίτι. Έξω από την καγκελόπορτα του σχολείου οι µανάδες περίµεναν τα παιδιά τους. Όλες τους νέες, όµορφες. Η θεία Καλλιόπη στεκόταν παράµερα. Πάντα µαυροντυµένη, ψηλή κι αδύνατη. Μέσα από τους φακούς της κοιτούσε µε ύφος επιτιµητικό τις αγκαλιές και τα φιλιά. Την τραβούσε από το χέρι. Να γυρίσουν γρήγορα στο σπίτι, λες και φοβόταν µην κολλήσει η ανιψιά της καµιά αρρώστια. Μια µέρα ένα αγοράκι τη ρώτησε: «Γιαγιά σου είναι αυτή που σε περιµένει το µεσηµέρι;» καιη Μάτα του απάντησε: «Όχι, µάνα µου». ∆εν ήθελε να ξεχωρίζει από τ’ άλλα παιδιά.
Ήταν όµως φορές που ερχόταν ο πατέρας. Στεκόταν πλάι στο χορό των γυναικών. Παλικάρι. Όµορφος, τόσο όµορφος! Τότε ένιωθε πως είναι η καλύτερη, η πιο δυνατή, η πιο πλούσια. Ο πατέρας της άξιζε όλες τις µανάδες του κόσµου. Του άρπαζε το χέρι και σκόρπιζε µα δυνατή φωνή τα «Άντε γεια» στα µαθητάκια. Περπατούσε καµαρωτή στο πλάι του κι ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η γλώσσα της ροδάνι. Όλα του τα ’λεγε. Για τη δασκάλα, που µάλωσε τον Τάσο, για τον τσακωµό της µε τη Μαρία, για τον Οδυσσέα, που γύρισε στην Ιθάκη… «Τον ήξερες, εσύ µπαµπά, τον Οδυσσέα;». Εκείνος γελούσε· την άκουγε και γελούσε.
Γελούσε µε τις κουβέντες της και τα καµώµατά της. Την κάθιζε στα γόνατά του και της έλεγε παραµύθια. Ξεφύλλιζαν βιβλία µε πολύχρωµες ζωγραφιές. Παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, τις κουµπάρες. Τη «διάβαζε». Αργότερα εκείνη του διάβαζε τις εκθέσεις της. Ποιήµατα. Έκαναν περιπάτους. Πήγαιναν εκδροµές. Καθισµένοι µπροστά στην τηλεόραση έβλεπαν µαζί παλιές ελληνικές ταινίες, µαυρόασπρες, θολές. Της έλεγε: «Έτσι ήταν τότε η Αθήνα… Είχε τραµ… Να και µια λατέρνα… Οι ανηφοριές της Πλάκας. Εγώ δεν τα πρόλαβα. Μετά τον πόλεµο όλα άλλαξαν. Χτίστηκαν πολυκατοικίες, µεγαθήρια…». Ίσως να νοσταλγούσε την παλιά Αθήνα που ποτέ του δεν γνώρισε. Οι άλλες του κουβέντες ήταν όλες καθηµερινές· σύντοµες: «τι θα φάµε», «τι να σου ψωνίσω», «θα βρέξει…», «πρέπει να παραγγείλω πετρέλαιο…», «µπας κι είσαι άρρωστη;
–ακουµπούσε τα χείλη του πάνω στο µέτωπό της– είσαι ζεστή. Γρήγορα στο κρεβάτι! Θα φωνάξω το γιατρό. Καλλιόπη, φτιάξε µια ζεστή σούπα για το παιδί», «πρέπει να τρως, είσαι πάνω στην ανάπτυξη», «το βράδυ θα πάµε σινεµά», «το Πάσχα θα πάµε στο ∆αδί…». Μιλούσε, αράδιαζε κουβέντες, τις φώναζε, σα να µην ήθελε ν’ ακούσει η Μάτα τη σιωπή του.
Κέλυφος η σιωπή του. Ποιον ήθελε να προστατέψει; Την κόρη του ή τον ίδιο του τον εαυτό; Για ποιο λόγο να σωπαίνει; Και γιατί η Μάτα, που ήταν πάντα περίεργη, που όλα ήθελε να τα µαθαίνει, γιατί να συνεργεί στη σιωπή του; Γιατί σαν παιδί δεν τον ρωτούσε: «Πού ζούσαµε στην Αθήνα; Πώς ήταν το σπίτι µας; Τι έγινε ο καθρέφτης µε τη µεγάλη χρυσή κορνίζα; Γιατί φύγαµε από την Αθήνα; Και η γυναίκα σου; Ζει; πέθανε; Είχε γονείς η µάνα µου;» Γιατί δε ρωτούσε; Μήπως φοβόταν και σώπαινε κι εκείνη; Τι φοβόταν;
Μια ψευτιά της θείας για τη µάνα της κι ένα ανώνυµο τηλεφώνηµα την έφεραν αντιµέτωπη µε τη σιωπή του πατέρα.
Τώρα µεγάλωσε και δε µπορεί να κάνει πίσω. ∆ε θέλει. Πρέπει να ξεδιαλύνει την αλήθεια.
Πρέπει να µάθει την αλήθεια…]

[πηγή: Ζωρζ Σαρή, Τα Χέγια, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1990, σ.74-76]

Πηνελόπη Δέλτα [υλικό]

Πηνελόπη Δέλτα [βίντεο]



Ευγενία Φακίνου, Η ζωή στη Σύμη


Οι σημειώσεις είναι ενδεικτικές και σκοπίμως είναι καταγεγραμμένες συνοπτικά.

Ευγενία Φακίνου, Η ζωή στη Σύμη [υλικό]


η Σύμη


το απόσπασμα

Ευγενία Φακίνου, Αστραδενή




Σύμη,1978

Ο καπετάν Νικόλας, πρώην τρίτος μηχανικός και πατέρας δύο παιδιών βγάζει τα προς τα ζην της οικογένειας του με το καΐκι του. Στην αρχή ως ψαράς και κατόπιν -όταν οι ψαριές έγιναν φτωχές- ως μανάβης που γυρνούσε στα Δωδεκάνησα με τον πλωτά πάγκο του γεμάτο γεννήματα της γης. Παράπονο δεν είχε και όλα κυλούσαν καλά, μέχρι που ο γιος του, ο Μανολάκης, αρρώστησε. Τα νοσήλια κόστισαν μια μικρή περιουσία. Κόστισαν το καΐκι... και το παιδί δεν σώθηκε...

Τότε -όντας επί ξύλου κρεμάμενοι- πάρθηκε η απόφαση για μετεγκατάσταση στην Αθήνα. Για ένα καλύτερο αύριο, τόσο για εκείνους, όσο και για την μονάκριβη πια κορούλα τους, την Αστραδενή. Και το νησί;

περισσότερα εδώ.

Ευγενία Φακίνου [εργογραφία]


Περισσότερα  για τη συγγραφέα



και ένα βίντεο από το ταξίδι του Μελένιου στη Ντενεκεδούπολη

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη [παράλληλο κείμενο]

Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη [βίντεο]


ορισμένα από τα προβλήματα της αστικής ζωής





Ίταλο Καλβίνο, Μανιτάρια στην πόλη

Οι σημειώσεις είναι ενδεικτικές και σκοπίμως είναι καταγεγραμμένες συνοπτικά.

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Νίκος Καζαντζάκης, Η Νέα Παιδαγωγική [Παράλληλο κείμενο "Η εκδρομή του Δημητρού"]


Παράλληλο κείμενο
Διήγημα της Κ. Παπά

"Η εκδρομή του Δημητρού"

Να συγκρίνετε τις μορφές των δασκάλων, όπως σκιαγραφούνται στα δυο κείμενα.



Πρόσθετο υλικό στη Βιβλιοθήκη για τη σχολική ζωή

Νίκος Καζαντζάκης, Η Νέα Παιδαγωγική

Οι σημειώσεις είναι ενδεικτικές και σκοπίμως είναι καταγεγραμμένες συνοπτικά.

Νίκος Καζαντζάκης, Η Νέα Παιδαγωγική [βίντεο]

Από το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης για τον Νίκο Καζαντζάκη

Νίκος Καζαντζάκης, η ζωή και το έργο του [βίντεο]

Νίκος Καζαντζάκης, Ο ιδανικός δάσκαλος




"Ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του. Κι όταν πια του διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα να γκρεμιστεί, ενθαρρύνοντας το μαθητή του να φτιάξει δικές του γέφυρες. "

Νίκος Καζαντζάκης

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Κ. Π. Καβάφης, Στα 200 π.Χ. [παράλληλο κείμενο Ποσειδωνιάται]


Ποίημα του Κ. Π. Καβάφη για παράλληλη επεξεργασία

Ποσειδωνιάται


Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής Έλλησιν ούσιν 
εκβαρβαρώσθαι Τυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι και τήν τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλά των επιτηδευμάτων, άγειν δε μιάν τινα αυτούς των εορτών των Ελλήνων έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες απέρχονται.


AΘΗΝAΙΟΣ




Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)



Κ. Π. Καβάφης, Στα 200 π.Χ.








Εξαιρετικά βίντεο αξιόλογων συναδέλφων!!

Κ. Π. Καβάφης, Στα 200 π. Χ. [Η μάχη στο Γρανικό ποταμό]



Κείμενα και βίντεο από τον εξαιρετικό συνάδελφο Γιάννη Παπαθανασίου!